Υλωρική
‘κλάδος τής δασολογίας’ λόγ. [1892], ουσιαστικοπ. θηλ. τού επιθ. υλωρικός « αρχ. ὑλωρός ‘αγρονόμος, δασονόμος’ « ὕλ(η) (αρχική σημ. ‘δάσος, δρυμός – ξυλεία’) + *-Fορός (πβ. αρχ. ὑλη-ωρός « *ὑλη -Fορός) « ρ. ὁρῶ (-άω) ‘βλέπω, προσέχω’ (με έκταση τού αρκτικού ὁ- λόγω τής συνθέσεως).
—Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Μπαμπινιώτη